- Κηφισίς
- Κηφισίς, ἡ (Α)(θηλ. τού Κηφισός)(μόνο στην Ομ. Ιλ. και στον Ομηρ. Ύμν. εις Απόλλ.) φρ. λίμνη Κηφισίςη λίμνη Κωπαΐς, η αποξηραμένη σήμερα Κωπαΐδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κηφισίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κηφισίδα — Κηφισίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κηφισίδες — Κηφισίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κηφισίδι — Κηφισίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κηφισίδος — Κηφισίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)